- νοσφίζομαι
- (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι]ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαιαρχ.1. κλέβω, αρπάζω («σφ' ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.)2. αποστερώ3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ' ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν τε», Ομ. Οδ.)4. απαρνούμαι («ὅρκον ἐνοσφίσθης μέγαν ἅλας τε καὶ τράπεζαν», Αρχίλ.)5. φονεύω, σκοτώνω6. μετακινώ7. (συν. στον Ομ.) στρέφω τα νώτα μου σε κάποιον, αποστρέφομαι κάποιον («μή μ' ἄκλαυτον, ἄθαπτον ἰὼν ὄπιθεν καταλείπειν, νοσφισθείς», Ομ. Οδ.)8. απορρίπτω9. παραμελώ10. (σπάν. το ενεργ.) νοσφίζωαπομακρύνω, αποχωρίζω («ἐκ δόμων νοσφίσας», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.